- ακολούθημα
- το [ακολουθώ]1. το να ακολουθεί κανείς, η παρακολούθηση2. αυτό που ακολουθεί, αποτέλεσμα, επακόλουθο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακολούθημα — το, ατος το αποτέλεσμα: Αυτής του της ζωής ακολούθημα ήταν να χάσει την υγεία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακολουθώ — (Α ἀκολουθῶ, έω) (Ν. και ακολουθάω και ακλουθώ, έω, άω) 1. πηγαίνω μαζί με κάποιον ή μετά από κάποιον 2. ενεργώ σύμφωνα με κάποιον ή κάτι, συγκατανεύω, συμμορφώνομαι, προσαρμόζομαι 3. έρχομαι ως συνέπεια, επακολουθώ, απορρέω 4. ακολουθώ κάποιον… … Dictionary of Greek
συνακόλουθος — η, ο / συνακόλουθος, ον, ΝΜΑ [ἀκόλουθος] νεοελλ. 1. επακόλουθος, παρεπόμενος, αυτός που ακολουθεί κατά λογική αναγκαιότητα 2. συνεπής, σύμφωνος προς τον εαυτό του 3. το ουδ. ως ουσ. το συνακόλουθο το ακολούθημα, το επακόλουθο, η συνέπεια («η… … Dictionary of Greek
ՀԵՏԵՒԱՆՔ — (նաց.) NBH 2 0091 Chronological Sequence: 6c, 7c, 8c, 10c, 13c գ. ՀԵՏԵՒԱՆՔ ἁκολούθημα, ἁκολούθησις , ἁκολουθεία, τὰ ἁκολούθα consequentia, circumstantia. որ եւ ՀԵՏԵՒՈՒԹԻՒՆ, ՀԵՏԵՒՈՒՄՆ, ԶՀԵՏԵՐԹԱՆՔ. Հանգամանք. պարագայք. ընթացք. գնացք. կարգ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՀԵՏԵՒՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0092 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c գ. ՀԵՏԵՒՈՒԹԻՒՆ ՀԵՏԵՒՈՒՄՆ ἁκολουθία, ἁκολούθημα, τὸ ἁκόλουθον sequela, sequentia, consequentia. Հետեւանք. հետեւողութիւն. հետեւելն ըստ ամենայն նշ. կարգ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՀԵՏԵՒՈՒՄՆ — (եւման.) NBH 2 0092 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c ՀԵՏԵՒՈՒԹԻՒՆ ՀԵՏԵՒՈՒՄՆ ἁκολουθία, ἁκολούθημα, τὸ ἁκόλουθον sequela, sequentia, consequentia. Հետեւանք. հետեւողութիւն. հետեւելն ըստ ամենայն նշ. կարգ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
παρακολούθημα — το συνέπεια, ακολούθημα ενέργειας ή γεγονότος: Φυσικό παρακολούθημα του σεισμού είναι ο πανικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)